- οικολόγος
- ο, η1. ο επιστήμονας που ασχολείται με την οικολογία.2. αυτός που ενδιαφέρεται για τη διάσωση του περιβάλλοντος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οικολόγος — ο, η (Μ οἰκολόγος, ό) νεοελλ. 1. μελετητής τής οικολογίας 2. στον πληθ. οι οικολόγοι οπαδοί πολιτικής κίνησης με κύριο ενδιαφέρον την προστασία τού περιβάλλοντος και τών φυσικών πόρων από την αλόγιστη εκμετάλλευση και τη χρήση κερδοφόρων μορφών… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
περιβαλλοντολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ή τεχνικός που ασχολείται με την περιβαλλοντολογία, αλλ. οικολόγος … Dictionary of Greek
Γεράκης-Πανταζής, Αλέξανδρος — (Θεσσαλονίκη 1934 – ). Οικολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε στο τμήμα γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν των ΗΠΑ, όπου αναγορεύτηκε και διδάκτορας … Dictionary of Greek